περιπίπτω

περιπίπτω
(αόρ. περιέπεσα) αμετ.
1) попадать;

περιπίπτω εις χείρας... — попадать в руки...;

2) впадать (в какое-л. состояние); доходить до...; докатываться до... (разг );

περιπίπτω εις αφασίαν — терять сознание;

περιπίπτω εις λήθην — впадать в забытьё, забываться;

περιπίπτω εις την εσχάτην ένδειαν — доходить до крайней бедности, впадать в нищету;

περιπίπτω εις σφάλμα — впадать в ошибку, совершать ошибку;

περιπίπτω εις δυσμένειαν — впадать в немилость;

περιπίπτω εις αχρηστίαν — приходить в негодность;

περιέπεσεν εις αφάνειαν он стал совсем незаметным человеком

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "περιπίπτω" в других словарях:

  • περιπίπτω — ΝΜΑ μτφ. εμπίπτω, εμπλέκομαι σε μια κατάσταση, ιδίως δυσάρεστη («ὅταν πειρασμοῑς περιπέσητε ποικίλοις», ΚΔ) νεοελλ. 1. περιέρχομαι σε χειρότερη κατάσταση, καταντώ («ο άρρωστος περιέπεσε σε κώμα») 2. υποπίπτω («ο κατηγορούμενος περιέπεσε σε… …   Dictionary of Greek

  • περιπίπτω — περιπί̱πτω , περιπίπτω fall around pres subj act 1st sg περιπί̱πτω , περιπίπτω fall around pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπεπτωκότα — περιπίπτω fall around perf part act neut nom/voc/acc pl περιπίπτω fall around perf part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπεσουμένων — περιπίπτω fall around fut part mid fem gen pl (attic epic doric) περιπίπτω fall around fut part mid masc/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπεσούμενον — περιπίπτω fall around fut part mid masc acc sg (attic epic doric) περιπίπτω fall around fut part mid neut nom/voc/acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπεσόν — περιπίπτω fall around aor part act masc voc sg περιπίπτω fall around aor part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπεσόντα — περιπίπτω fall around aor part act neut nom/voc/acc pl περιπίπτω fall around aor part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπεσόντων — περιπίπτω fall around aor part act masc/neut gen pl περιπίπτω fall around aor imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπέπτωκε — περιπίπτω fall around perf imperat act 2nd sg περιπίπτω fall around perf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπέπτωκεν — περιπίπτω fall around perf ind act 3rd sg περιπίπτω fall around plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπῖπτον — περιπίπτω fall around pres part act masc voc sg περιπίπτω fall around pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»